- υπεργενίκευση
- η, Ν(ψυχολ.) φαινόμενο που παρατηρείται στη σημασιολογική ανάπτυξη τών πρώτων λέξεων, όταν το παιδί χρησιμοποιεί λέξεις πολύ διευρυμένες εννοιολογικά από τις αντίστοιχες λέξεις τών ενηλίκων, όπως είναι λ.χ. το γαβ γαβ, που το παιδί αποδίδει σε όλα τα μικρά τετράποδα και όχι μόνον στον σκύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + γενίκευση. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. overgeneralization και overextension].
Dictionary of Greek. 2013.